- Ζευς
- Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας.
(Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.).
* * *και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός)1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και τής γης, γιος τού Κρόνου και τής Ρέας, σύζυγος τής Ήρας2. ο πέμπτος κατά σειρά αποστάσεως από τον Ήλιο, και μεγαλύτερος ως προς τη μάζα πλανήτης τού ηλιακού μας συστήματοςνεοελλ.γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, κν. χριστόψαροαρχ.1. φρ. α) «Ζεὺς καταχθόνιος» — ο Πλούτωνβ) «σχαοκέφαλος Ζεύς» — κωμ. επίθ. τού Περικλέουςγ) «Διὸς ἡμέρα» — ονομασία μιας από τις ημέρες τής εβδομάδας2. παροιμ. «τῷ Διὶ πλούτου πέρι ἐρίζω» — είμαι ή γίνομαι πάμπλουτος3. (για κολακεία) ο Ξέρξης, οι βασιλείς τής Συρίας, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κ.λπ.4. (στους Πυθαγορείους) η μονάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η έννοια τού ουρανού και τού (φυσικού) φωτός τής ημέρας —πιθ. και τού Ουράνιου, τού κατοικούντος στον ουρανό (Caelestis)— από κοινού με την έννοια τού «λάμπω, φωτίζω» υπήρξαν η απώτερη πηγή τού ονόματος *Dyēus τής Ινδοευρωπαϊκής, απ' όπου προήλθαν το ελλ. Ζευς, το αρχ. ινδ. Dyāus, το λατ. Iupiter (= ελλ. «Ζευ πάτερ»), το χεττ. *šiuš κ.ά. Αν δεχθούμε ότι η αρχική (απαθής) μορφή τού ΙΕ τύπου τού ονόματος βρίσκεται στην κλητική Ζεῦ (με αναβιβασμένο τον τόνο, εξ ού και ο περισπώμενος τονισμός), ήτοι ότι Ζεῦ < *Dyeu (με φωνητική εξέλιξη τού dy σε dz, δηλ. σε ελλ. ζ), τότε οι τύποι τών άλλων πτώσεων τού ονόματος στην Ελληνική προήλθαν ως εξής: Ζευς < *Ζηύς < *Dyēusο αρχ. μακρός τύπος *Ζηύς (πρβλ. αρχ. ινδ. Dyāus) βραχύνθηκε σε Ζεύς κατά τον νόμο τού Osthoff (μακρό φωνήεν προ ημιφώνου, τού υ, και συμφώνου, τού ς, βραχύνεται). ΔıF-ός < *Diw- < *Dyu- πρόκειται εδώ για τη μηδενισμένη (χωρίς το e τού Dyeu-) βαθμίδα τής ρίζας, όπου το ημίφωνο y εμφανίζεται με τη φωνηεντική του μορφή (ι), το δε έτερο ημίφωνο u με τη συμφωνική μορφή του (w/F). Ομοίως ερμηνεύεται και η δοτ. ΔıF-ί (> Διί και, με συναίρεση, Δῑ). Η αιτ. Ζῆν < *Dyē(u)m (πρβλ. λατ. diem «την ημέρα», αρχ. ινδ. dyām) εμφανίζει και επεκτεταμένο τ. Ζῆνα κατά τον έτερο, νεώτερο τύπο, τής αιτ. Δία (< ΔίF-α), όπως αναλογικοί είναι και οι τύποι Ζηνός γεν. και Ζηνί δοτ.. Η ερμηνεία αυτή (τού Pokorny κ.ά.) έχει το πλεονέκτημα ότι εξηγεί από κοινού, δηλ. ενιαία, την πληθώρα τών φαινομενικώς διισταμένων τύπων, η δε βασική ρίζα *dyeu-/dieu- αποτελεί, κατά πολλούς, σχηματισμό δραστικού ονόματος (nomen agentis) σε -eu- (> εύς) τής ρ. *dy-(eu-)/di-(eu-) που συνδέεται με τη ρ. τού αρχ. ινδ. di-de-ti «λάμπει», ελλ. δέατο κ.ά. Κατ' άλλους (Chantraine κ.ά.), εκτός από τη ρ. dy-ēu-, τη ρίζα Ι, θα πρέπει να δεχθούμε και μια άλλη ρίζα, τη ρίζα ΙΙ, που έχει τη μορφή *deiw- και από την οποία μπορούν ευκολότερα να παραχθούν το ελλην. ΔıF-ός (μηδενισμένη βαθμίδα), το αρχ. ινδ. div-as (= ΔιFός) και τα λατ. deivos/deus. Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει, φυσικά, ότι η κλητ. Ζεῦ δεν είναι αρχική και βασική, αλλά υστερογενής αναλογικός τ. από την ονομαστική Ζεύς, πράγμα δύσκολο, αν ληφθεί υπ' όψιν η δύναμη της κλητικής ως τύπου επικλήσεως ιδίως στα ονόματα θεών (πρβλ. Ζεῦ πάτερ, Iupiter κ.ά.). Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, θα πρέπει να αναχθούμε σε αρχ. τ. *deiw-os, απ' όπου θα εξηγηθούν και τα αρχ. ινδ. dev-as, λατ. deus, λιθ. diẽvas κ.ά. Όπως και να έχουν οι λεπτομέρειες τής ετυμολογικής ερμηνείας τού ονόματος, και οι δύο ρίζες συγκλίνουν σημασιολογικά στο να συνδεθεί το όνομα τού θεού με την έννοια τού ουρανού και τού φυσικού φωτός τής ημέρας. Ως α' συνθετικό η λ. Ζευς απαντά στη γενική και δοτική και συχνά σε κύρια ονόματα: α) σε γενική με τη μορφή Διοσ-, Δıo- ή Ζηνο-: πρβλ. Διοβλής, Διογενέτωρ, Διογενής, Διογένης, Διομήδης, Διόπαις, Διό(σ)δοτος, Διοσημία, Διόσκουροι, Διοσξεινιασταί, Διοσσωτηριασταί, Ζηνοδοτήρ, Ζηνόδοτος, Ζηνοποσειδών, Ζηνόφρωνβ) σε δοτική με μορφή ΔιFει- (στην κυπριακή διάλεκτο), Διει- ή Διι-πρβλ. ΔιFείθεμις, ΔιFείφιλος, Διειπετής, Διιπόλεια, Διισωτήρια, Διίφιλος].
Dictionary of Greek. 2013.